- βουλιμίασις
- βουλῑμ-ίᾱσις, εως, ἡ,A suffering from βουλιμία, Plu.2.695d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουλιμίασις — βουλιμίασις, η (Α) [βουλιμιώ] το να πάσχει κανείς από βουλιμία … Dictionary of Greek
βουλιμίασιν — βουλιμίασις suffering from fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
βουλιμιάσεως — βουλιμιάσεω̆ς , βουλιμίασις suffering from fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)